- δια-λογιστικός
δια-λογιστικός, ή, όν, zur Ueberlegung geschickt; ἡ-κή (δύναμις ψυχῆς), Plut. Qu. Plat. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-λογιστικός, ή, όν, zur Ueberlegung geschickt; ἡ-κή (δύναμις ψυχῆς), Plut. Qu. Plat. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.