- δια-θηρεύω
δια-θηρεύω, durch-, erspähen, Plat. Phil. 32 d, mit der v. l. διαπορευϑῆναι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-θηρεύω, durch-, erspähen, Plat. Phil. 32 d, mit der v. l. διαπορευϑῆναι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρεύω — (ΑΜ θηρεύω) 1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι 2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.) αρχ. 1. δελεάζω, προσελκύω 2. συλλαμβάνω 3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.) 4. (για τα χέρια ανθρώπου που… … Dictionary of Greek