μαινομένη

μαινομένη

μαινομένη, ἡ, = μαίνη, Schol. Luc. gall. 22.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαινομένη — μαινομένη, ἡ (ΑM) το ψάρι μαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλη μορφή τής λ. μαίνη*, κατ επίδραση πιθ. τής μτχ. τού ρ. μαίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • μαινομένη — μαίνομαι rage pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) μαινομένη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινομένῃ — μαίνομαι rage pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) μαινομένη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινομένα — μαινομένᾱ , μαίνομαι rage pres part mp fem nom/voc/acc dual μαινομένᾱ , μαίνομαι rage pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) μαινομένᾱ , μαινομένη fem nom/voc/acc dual μαινομένᾱ , μαινομένη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινομένας — μαινομένᾱς , μαίνομαι rage pres part mp fem acc pl μαινομένᾱς , μαίνομαι rage pres part mp fem gen sg (doric aeolic) μαινομένᾱς , μαινομένη fem acc pl μαινομένᾱς , μαινομένη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Maena — (auch mena, griechisch μαίνη maine, dazu der Diminutiv μαινίς mainis, außerdem μαινομένη mainomene und μαινομένια mainomenia) war in der Antike ein kleiner Meeresfisch, der eingesalzen wurde. Er galt als einfache Speise, die sich auch Arme… …   Deutsch Wikipedia

  • αεσ(σ)ίμαινα — ἀεσ(σ)ίμαινα, η (Α) κατά τον Ησύχιο, «ἡ τοῖς πνεύμασι τῶν ἀνέμων μαινόμενη θαλάσσης δὲ τὸ ἐπίθετον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα < ἀεσ(σ)ι (ἄημι / *ἄω «φυσώ, πνέω», θ. αFε) + μαινα (< ἐμάνην, μαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • θυιάς — θυάς και διάφ. γρφ. θυάς, άδος, ἡ (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)] μσν. επίθεση, έφοδος, προσβολή αρχ. 1. γυναίκα μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που τής προκαλούν τα κεντρίσματα τής Ήρας… …   Dictionary of Greek

  • μαίνη — Βυζαντινό φρούριο στο Ταίναρο της Μάνης, που χτίστηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, στο ακρωτήριο Τηγάνι, κοντά στον όρμο Μέζαπος. Από το φρούριο αυτό πήρε την ονομασία της και η πρώτη χριστιανική επισκοπή του Ταινάρου, η λεγόμενη… …   Dictionary of Greek

  • μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”