- δι-μηνιαῖος
δι-μηνιαῖος, zwei Monate alt, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-μηνιαῖος, zwei Monate alt, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηνιαῖος — monthly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιαίος — α, ο (ΑΜ μηνιαῑος, α, ον, Α θηλ. και μηνιαῑος) [μήν] 1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.) 2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία… … Dictionary of Greek
μηνιαίος — α, ο αυτός που γίνεται κάθε μήνα ή διαρκεί ένα μήνα: Μηνιαίο εισόδημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηνιαῖον — μηνιαῖος monthly masc acc sg μηνιαῖος monthly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιαῖα — μηνιαῖος monthly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιαῖαι — μηνιαῖος monthly fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιαῖοι — μηνιαῖος monthly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμηνιακός — ή, όν, Α μηνιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηνιακός «μηνιαίος» (< μήν, μηνός «μήνας»)] … Dictionary of Greek
μηνιαία — μηνιαί̱ᾱ , μηνιαῖος monthly fem nom/voc/acc dual μηνιαί̱ᾱ , μηνιαῖος monthly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιαίας — μηνιαί̱ᾱς , μηνιαῖος monthly fem acc pl μηνιαί̱ᾱς , μηνιαῖος monthly fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνιαίων — μηνιαί̱ων , μηνιαῖος monthly fem gen pl μηνιαί̱ων , μηνιαῖος monthly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)