- δια-λαμπρύνω
δια-λαμπρύνω, verstärktes simpl., neben ἐκκαϑαίρειν λόγον τινὰ παλαιόν, ὥςπερ ἐκ καπνοῠ καϑελὼν ἠμαυρωμένον, Plut. Symp. 8, 10, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-λαμπρύνω, verstärktes simpl., neben ἐκκαϑαίρειν λόγον τινὰ παλαιόν, ὥςπερ ἐκ καπνοῠ καϑελὼν ἠμαυρωμένον, Plut. Symp. 8, 10, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.