- δια-λείβομαι
δια-λείβομαι, zerfließen, Wyttenb. Conj. Plut. san. tuend. p. 406.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-λείβομαι, zerfließen, Wyttenb. Conj. Plut. san. tuend. p. 406.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαλείβομαι — (Α) διαχύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + λείβομαι τού λείβω «χύνω»] … Dictionary of Greek