δι-μοιρία

δι-μοιρία

δι-μοιρία, , doppelte Portion; Xen. Lac. 15, 4; bes. doppelter Sold, Hell. 6, 1, 4 u. Sp. – Bei Ael. Tact. eine halbe Cohorte.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεομοιρία — θεομοιρία, ἡ (Α) το μέρος τού θύματος μιας θυσίας που είναι προορισμένο για τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μοιρία (< μοιρος < μοίρα), πρβλ. δεκατη μοιρία, μεμψι μοιρία] …   Dictionary of Greek

  • γεροντοβρόσια — και μοίρια και τρόφια, τα κτήματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που κρατούσαν για τη συντήρηση τους οι γονείς, όταν μοίραζαν την περιουσία στα παιδιά τους …   Dictionary of Greek

  • γεροντομοίρι — το και μοίρια, τα βλ. γεροντοβρόσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέροντας + μοίρα «μερίδιο»] …   Dictionary of Greek

  • δεκατημοιρία — δεκατημοιρία, η (Α) το ένα δέκατο κάποιου ποσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + μοιρία < μοιρος < μοίρα «μέρος, μερίδιο»] …   Dictionary of Greek

  • ονομοιρία — μονομοιρία, η αστρολ. κατανομή τών πλανητών σε κάθε μοίρα τού ζωδιακού κύκλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μοιρία (< μοιρος < μοίρα)] …   Dictionary of Greek

  • υπερμοιρία — η, Ν (νομ.) το επί πλέον τής κανονικής μοίρας συγκληρονόμου πάνω στο υπόλοιπο τής κληρονομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + μοιρία (< μοιρος < μοίρα «μερίδιο, κομμάτι»), πρβλ. ισομοιρία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”