- δια-μίσγω
δια-μίσγω, = διαμίγνυμι, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μίσγω, = διαμίγνυμι, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισγάγκεια — η (Α μισγάγκεια) η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου τής οποίας γίνεται η ροή τού νερού αρχ. 1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα… … Dictionary of Greek