- δια-νίσσομαι
δια-νίσσομαι, durchgehen; χαλκοῦ Pind. P. 12, 25; ἰσϑμοῦ Nic. Al. 508; αὐλοῦ Opp. H. 1, 550.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-νίσσομαι, durchgehen; χαλκοῦ Pind. P. 12, 25; ἰσϑμοῦ Nic. Al. 508; αὐλοῦ Opp. H. 1, 550.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νίσσομαι — και νίσομαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω («οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς, σὺν χεῑρας ἔχοντες», Ομ. Οδ.) 2. πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ, απέρχομαι («ἐπί νηῶν νίσσομαι» πορεύομαι διά θαλάσσης, ταξιδεύω με πλοίο, Ησιόδ.) 3. φρ. «οὐρανόθεν νίσομαι» κατεβαίνω… … Dictionary of Greek