- δεννάζω
δεννάζω, beschimpfen, verhöhnen, τινά Theogn. 1211; Soph. Ant. 755, Schol. ὑβρίζω; Eur. Rhes. 925; κακὰ ῥήματα, Schimpfreden ausstoßen, Soph. Ai. 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεννάζω, beschimpfen, verhöhnen, τινά Theogn. 1211; Soph. Ant. 755, Schol. ὑβρίζω; Eur. Rhes. 925; κακὰ ῥήματα, Schimpfreden ausstoßen, Soph. Ai. 239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεννάζω — abuse pres subj act 1st sg δεννάζω abuse pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεννάζω — (Α) [δέννος] 1. βρίζω, κακολογώ 2. φρ. «κακά ρήματα δεννάζειν» ξεστομίζω φοβερές βρισιές … Dictionary of Greek
δεννάσει — δεννάζω abuse aor subj act 3rd sg (epic) δεννάζω abuse fut ind mid 2nd sg δεννάζω abuse fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεννάσεις — δεννάζω abuse aor subj act 2nd sg (epic) δεννάζω abuse fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένναζε — δεννάζω abuse pres imperat act 2nd sg δεννάζω abuse imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεννάζειν — δεννάζω abuse pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεννάζων — δεννάζω abuse pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέννασεν — δεννάζω abuse aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέννασ' — ἐδέννασα , δεννάζω abuse aor ind act 1st sg ἐδέννασε , δεννάζω abuse aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενναστός — δενναστός, ή, όν (Α) [δεννάζω] αυτός ο οποίος δέχεται βρισιές … Dictionary of Greek