- δια-μάσσω
δια-μάσσω, durchkneten ίδιαφυρᾶν τὰ ἄλφιτα πρὸς τὸ ποιῆσαι μάζας, VLL.); μαζίσκαι διαμεμαγμέναι Ar. Eq. 1101; übertr., λόγον Av. 463.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μάσσω, durchkneten ίδιαφυρᾶν τὰ ἄλφιτα πρὸς τὸ ποιῆσαι μάζας, VLL.); μαζίσκαι διαμεμαγμέναι Ar. Eq. 1101; übertr., λόγον Av. 463.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek