- δια-νομή
δια-νομή, ἡ, 1) Vertheilung, Austheilung; Plat. Tim. 73 c; bes. Spende an das Volk, Plut. Pericl. 9 Coriol. 16. – 2) Verwaltung, Regierung; πραγμάτων Plut. Consol. ad Apoll. p. 318.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-νομή, ἡ, 1) Vertheilung, Austheilung; Plat. Tim. 73 c; bes. Spende an das Volk, Plut. Pericl. 9 Coriol. 16. – 2) Verwaltung, Regierung; πραγμάτων Plut. Consol. ad Apoll. p. 318.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοδιανομή — η τεχνολ. φρ. «σταθμός θερμοδιανομής» σύνολο διατάξεων και εγκαταστάσεων που έχει σκοπό τη διανομή τής θερμότητας που παράγεται σε ένα θερμικό κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + δια νομή (< δια νέμω)] … Dictionary of Greek
επινόμιον — (I) ἐπινόμιον, τὸ (Α) [νομή] τα χρήματα που πληρώνονται για τη βοσκή. (II) ἐπινόμιον, τὸ (Α) [νόμος] τίτλος έργου που αποδίδεται στον Πλάτωνα. (III) ἐπινόμιον και ἐπινόμι και ‘πινόμι(ν) τὸ (Μ) [όνομα] 1. επώνυμο 2. προσωνυμία («ὀνομάζονταν… … Dictionary of Greek
ευνομία — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ευνομίας, κόρη του Δία και της Θέμης, αδελφή της Δίκης και της Ειρήνης, με τις οποίες αποτελούσε την τριάδα των Ωρών. Στην Αθήνα τη λάτρευαν μαζί με την Εύκλεια. Ο Τυρταίος ονόμασε ένα ποίημά του … Dictionary of Greek
νόμιος — Προσωνύμιο διαφόρων θεών στην αρχαία Ελλάδα. Ιδιαίτερα αποκαλούσαν έτσι τον Δία, τον Απόλλωνα, τον Πάνα, τον Ερμή, τον Διόνυσο και τις Νύμφες. * * * (I) νόμιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποιμένες, ποιμενικός 2. (το αρσ.)… … Dictionary of Greek
παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του … Dictionary of Greek