- δια-μηκίζω
δια-μηκίζω, diametral entgegengesetzt sein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μηκίζω, diametral entgegengesetzt sein, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek