δια-δίδωμι

δια-δίδωμι

δια-δίδωμι (s. δίδωμι), 1) von Hand zu Hand geben, überliefern, λαμπάδα ἀλλήλοις Plat. Rep. I, 328 a; ἀρχὴ διαδιδομένη Thuc. 1, 76; bes. λόγον, φήμην, verbreiten, ein Gerücht, Pol. 5, 39. 23, 2, 2 u. öfter; λόγος δι εδόϑη Xen. Cyr. 4, 2, 10; Plut. Thes. 6 u. öfter bei Sp.; εἰς τὴν πόλιν Plut. Sol. 8; τῇ σάλπιγγι διαδοϑείσης σιωπῆς, als durch die Trompete Ruhe hergestellt war, Flam. 10; auch intrans., sich verbreiten, τὸ πνεῦμα διαδίδωσιν εἰς τὰ κοῖλα μέρη Arist. H. A. 1, 18; auch = nachlassen, wie ἐνδίδωμι, Hippoer. – 2) vertheilen, unter mehrere, Plat. Tim. 64 b; Xen. Cyr. 1, 4, 10 u. öfter; An. 1, 10, 18; τὴν λείαν ἴσως τοῖς στρατιώταις Pol. 3, 76, 13; Sp. – 3) von sich geben, vom Unterleibe, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • διόσδοτος — και διόδοτος, ον (Α) ο αυτός που δόθηκε από τον Δία, σταλμένος απ τον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. διός του ονόμ. Ζευς + δοτος < δίδωμι] …   Dictionary of Greek

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) …   Wikipedia

  • ζηνοδοτήρ — ζηνοδοτήρ, ό (Α) ο οιωνοσκόπος, αυτός που ερμηνεύει φαινόμενα εμπνευσμένος από τον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ζηνός, γεν. τού Ζευς*, + δοτήρ (< δίδωμι)] …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”