- δια-μαλάσσω
δια-μαλάσσω, ganz erweichen, B. A. 31; Luc. Prom. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μαλάσσω, ganz erweichen, B. A. 31; Luc. Prom. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάλαξη — η (AM μάλαξις) [μαλάσσω] το να γίνεται κάτι μαλακό, μαλάκυνση, μαλάκωμα, απάλυνση νεοελλ. συν. στον πληθ. οι μαλάξεις σύνολο χειρισμών που εκτελούνται με το χέρι επάνω στο δέρμα και, διά μέσου αυτού, στους μυς, στους τένοντες, στους ορογόνους… … Dictionary of Greek