- δια-δοξάζω
δια-δοξάζω, = δοξάζω, Plat. Phil. 38 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-δοξάζω, = δοξάζω, Plat. Phil. 38 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταδοξάζω — (Α) [δοξάζω] αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω φρόνημα («ἐγώ ἴσως διὰ τὴν ἡλικίαν πολλάκις ἀμφότερα μεταδοξάζω», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
προδοξάζω — Α κρίνω, σχηματίζω γνώμη εκ τών προτέρων («διὰ τὸ προδεδοξάσθαι ποιόν τινα εἶναι τὸν λέγοντα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοξάζω (< δόξα «γνώμη»)] … Dictionary of Greek