- δια-δαίομαι
δια-δαίομαι medium (s. δαίομαι), vertheilen; in tmesi Il. 9, 333 διὰ παῦρα δασάσκετο, πολλὰ δ' ἔχεσκεν; Pind. O. 7, 75 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωΐαν; διεδάσαντο τὴν ληΐην Her. 8, 121; ἐς φυλάς 4, 145; δεύματα κρεῶν Pind. Ol. 1, 51. – Vgl. διαδατέομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.