- δενδαλίς
δενδαλίς, ίδος, ἡ, nur plur., ἱεραὶ κριϑαί, B. A. 241; Hesych. s. v. Δενδαλίδας; Nicopho com. Ath. XIV, 645 c. Vgl. δανδαλίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδαλίς, ίδος, ἡ, nur plur., ἱεραὶ κριϑαί, B. A. 241; Hesych. s. v. Δενδαλίδας; Nicopho com. Ath. XIV, 645 c. Vgl. δανδαλίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδαλίς — και δανδαλίς, η (Α) είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. σεμίδᾱλις, αλλά το α τής λ. δενδαλίς, είναι βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με… … Dictionary of Greek
δενδαλίς — barley cake fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδαλίδας — δενδαλίς barley cake fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδαλίδες — δενδαλίς barley cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
del-3 (dol-), delǝ- — del 3 (dol ), delǝ English meaning: to split, divide Deutsche Übersetzung: ‘spalten, schnitzen, kunstvoll behauen” Material: O.Ind. dü̆ la yati ‘splits, makes break, crack”, dálati “cracks” (meaning influenced by phálati “ broken … Proto-Indo-European etymological dictionary
δανδαλίς — δανδαλίς, η (Α) βλ. δενδαλίς … Dictionary of Greek