δεξαμενή

δεξαμενή

δεξαμενή, (part. aor. v. δέχομαι), 1) Wasserbehälter, Cisterne, Her. 3, 9. 6, 119; D. Sic. 2, 9; Strab. u. Sp. – 2) bei Plat. Tim. 53 α Critia. 117 a die jede Form annehmende Materie.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεξαμενῇ — δεξαμενή receptacle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξαμενή — receptacle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεξαμένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεξαμένῃ — Δεξαμένη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… …   Dictionary of Greek

  • δεξαμενή — η 1. χώρος ειδικά κατασκευασμένος για την αποθήκευση συνήθως νερού, αλλά και άλλων υγρών, στέρνα. 2. ειδική τεχνική κατασκευή σε ναυπηγείο ή σε ναύσταθμο, όπου βάζουν τα πλοία για επισκευή, χαβούζα, πισίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεξαμένη — δέχομαι take aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) δείκνυμι bring to light aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξαμένῃ — δέχομαι take aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) δείκνυμι bring to light aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενυδρείο — Δεξαμενή ή σειρά δεξαμενών με ένα ή περισσότερα γυάλινα τοιχώματα, όπου διατηρούνται στη ζωή ζώα και υδρόβια φυτά για επιστημονικούς ή διακοσμητικούς σκοπούς. Φαίνεται ότι πρώτοι οι Κινέζοι κατασκεύασαν διακοσμητικά ε., ενώ στην Ευρώπη, μόλις τον …   Dictionary of Greek

  • Δεξαμένηι — Δεξαμένῃ , Δεξαμένη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξαμένηι — δεξαμένῃ , δέχομαι take aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) δεξαμένῃ , δείκνυμι bring to light aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”