- δι-α-δικέω
δι-α-δικέω, verstärktes ἀδικέω, Dio Cass. 58, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-α-δικέω, verstärktes ἀδικέω, Dio Cass. 58, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαδικώ — (I) διαδικῶ ( έω) (Α) 1. διαγωνίζομαι στο δικαστήριο 2. εκδικάζω κάποια υπόθεση, κρίνω δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + δικέω, ώ]. (II) διαδικῶ ( έω) (Α) αδικώ υπερβολικά, διαπράττω αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (επιτατ.) + αδικέω ( ώ)] … Dictionary of Greek
περδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπερδικῆσαι — ἐκ , περί δικέω mulct aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)