δια-δικάζω

δια-δικάζω

δια-δικάζω, einen Proceß als Richter entscheiden; absol., Andoc. 1, 28; Plat. Rep. X, 614 c; τὰς κρίσεις Legg. IX, 876 b; Xen. Ath. 3, 4; vgl. Plat. Legg. VI, 764 b, μέχρι ἑκατὸν δραχμῶν, erkennen auf eine Geldstrafe. – Med., sich einen Proceß entscheiden lassen, d. h. ihn führen, περί τινος, Plat. Legg. XI, 926 d; Conv. 175 e; Din. 2, 1, τινί; öfter Dem.; sich richten lassen, Plat. Phaedr. 113 d; Xen. Hell. 5, 3, 10; – D. L. 1, 74 braucht διαδικασϑῆναι = διαδικάσασϑαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”