δι-αναγκασμός

δι-αναγκασμός

δι-αναγκασμός, , das Einrenken eines Gliedes, auch ein Instrument dazu. Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναγκασμός — αναγκασμός, ο και ανάγκαση, η και ανάγκασμα, το, ατος εξαναγκασμός, πίεση: Αυτό που κάνεις είναι αναγκασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγκασμός — ο (Μ ἀναγκασμός) [αναγκάζω] επιβολή βίας, εξαναγκασμός, καταναγκασμός …   Dictionary of Greek

  • αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… …   Dictionary of Greek

  • εξαναγκασμός — ο [εξαναγκάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαναγκάζω, αναγκασμός, άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε κάποιον για να κάνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ζόρεμα — το [ζορεύω] ζόρισμα, ζόρι, αναγκασμός, πίεση …   Dictionary of Greek

  • εξαναγκασμός — ο η επιβολή βίας, άσκηση πίεσης (με λόγια ή έργα), αναγκασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”