- δια-μελίζω
δια-μελίζω, zergliedern, zrrstückeln, Sp., wie D. Sic. 3, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μελίζω, zergliedern, zrrstückeln, Sp., wie D. Sic. 3, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαμεμελισμένοι — διά μελίζω dismember perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμέλιζε — διά μελίζω dismember imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμέλιζεν — διά μελίζω dismember imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμέλισαν — διά μελίζω dismember aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμελίζομαι — (Α) διαγωνίζομαι στο τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
διαμελίζω — (AM διαμελίζω) 1. διαχωρίζω τα μέλη, κόβω σε κομμάτια, κατατεμαχίζω 2. κομματιάζω και διαμοιράζω τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῡ Θεοῡ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «κόβω κάτι σε κομμάτια»] … Dictionary of Greek