- δεμνιο-τήρης
δεμνιο-τήρης, ὁ, das Bett hütend, Aesch. Ag. 1424; πόνος ὀρταλίχων, die Nest hütende Mühe, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεμνιο-τήρης, ὁ, das Bett hütend, Aesch. Ag. 1424; πόνος ὀρταλίχων, die Nest hütende Mühe, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιννοτήρης — και πινοτήρης, ο, ΝΜΑ ο πιννοθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα/ πίνη + τήρης (< τηρῶ) πρβλ. δεμνιο τήρης)] … Dictionary of Greek
πτερνοτήρης — ὁ, Μ ο πτερνοσκόπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + τηρης (< τηρῶ), πρβλ. δεμνιο τήρης] … Dictionary of Greek