- δια-νεμητικός
δια-νεμητικός, vertheilend ; Plat. Tim. 55 a ὅλου εἰς ἴσα μέρη; Arist. Eth. 5, 9; δ. εἶναί τινος, bereit sein zu vertheilen, Pol. 6, 6; – theilbar, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-νεμητικός, vertheilend ; Plat. Tim. 55 a ὅλου εἰς ἴσα μέρη; Arist. Eth. 5, 9; δ. εἶναί τινος, bereit sein zu vertheilen, Pol. 6, 6; – theilbar, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.