- δια-βιβρώσκω
δια-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), durchfressen, zernagen; διαβεβρῶσϑαι Plat. Tim. 83 a; Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), durchfressen, zernagen; διαβεβρῶσϑαι Plat. Tim. 83 a; Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.