- δια-μασάομαι
δια-μασάομαι (s. μασάομαι), zerkauen, Apollophan. com. Ath. III, 75 e; Arist. H. A. 9, 6 u. Sp.; διαμασηϑείς auch pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μασάομαι (s. μασάομαι), zerkauen, Apollophan. com. Ath. III, 75 e; Arist. H. A. 9, 6 u. Sp.; διαμασηϑείς auch pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαμεμασημένῳ — διά μασάομαι chew perf part mid masc/neut dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμασήσαντο — διά μασάομαι chew aor ind mid 3rd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμασήσατο — διά μασάομαι chew aor ind mid 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμασῶντο — διά μασάομαι chew imperf ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)