διδασκαλικός

διδασκαλικός

διδασκαλικός, zum Lehren oder Unterrichten gehörig, geschickt, Plat. Gorg. 755 a; ἡ ἐν τοῖς λόγοις διδασκαλική, sc. τέχνη, Soph. 229 e; λόγοι Xen. Mem. 1, 2, 21; Arist. u. Folgde; τόπος διδασκαλικός, locus classicus, Schol. Il. 5, 857. – Adv., Plat. Crat. 388 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διδασκαλικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλικός — ή, ό (Α διδασκαλικός, ή, όν) και δασκαλικός, ή, ό και δασκάλικος, η, ο [διδάσκαλος] αυτός που αναφέρεται σε διδάσκαλο αρχ. νεοελλ. φρ. «διδασκαλικός τόπος, διδασκαλικό(ν) χωρίο(ν)» χωρίο με το οποίο ερμηνεύεται φανερά η σημασία λέξεως ή πράγματος …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο διδάσκαλο, ο δασκαλίστικος: Η διδασκαλική συνέλευση θα γίνει το πρωί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διδασκαλικά — διδασκαλικός of neut nom/voc/acc pl διδασκαλικά̱ , διδασκαλικός of fem nom/voc/acc dual διδασκαλικά̱ , διδασκαλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλικώτερον — διδασκαλικός of adverbial comp διδασκαλικός of masc acc comp sg διδασκαλικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλικῶν — διδασκαλικός of fem gen pl διδασκαλικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλικόν — διδασκαλικός of masc acc sg διδασκαλικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλικώτατα — διδασκαλικός of adverbial superl διδασκαλικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλικώτατον — διδασκαλικός of masc acc superl sg διδασκαλικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλικαῖς — διδασκαλικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδασκαλικαί — διδασκαλικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”