διδασκαλικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλικός — ή, ό (Α διδασκαλικός, ή, όν) και δασκαλικός, ή, ό και δασκάλικος, η, ο [διδάσκαλος] αυτός που αναφέρεται σε διδάσκαλο αρχ. νεοελλ. φρ. «διδασκαλικός τόπος, διδασκαλικό(ν) χωρίο(ν)» χωρίο με το οποίο ερμηνεύεται φανερά η σημασία λέξεως ή πράγματος … Dictionary of Greek
διδασκαλικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο διδάσκαλο, ο δασκαλίστικος: Η διδασκαλική συνέλευση θα γίνει το πρωί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδασκαλικά — διδασκαλικός of neut nom/voc/acc pl διδασκαλικά̱ , διδασκαλικός of fem nom/voc/acc dual διδασκαλικά̱ , διδασκαλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλικώτερον — διδασκαλικός of adverbial comp διδασκαλικός of masc acc comp sg διδασκαλικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλικῶν — διδασκαλικός of fem gen pl διδασκαλικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλικόν — διδασκαλικός of masc acc sg διδασκαλικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλικώτατα — διδασκαλικός of adverbial superl διδασκαλικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλικώτατον — διδασκαλικός of masc acc superl sg διδασκαλικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλικαῖς — διδασκαλικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλικαί — διδασκαλικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)