δενδρῖτις

δενδρῖτις

δενδρῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum vorigen, νύμφαι Agath. 46 (IX, 665), Baumnymphen; ἄμπελος, an Bäumen hinaufrankend, Strab. 5, 3, 5 (vgl. ἀναδενδράς); γῆ, zur Baumzucht gute Erde, D. Hal. 1, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Δενδρῖτις — of a tree fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δενδρίτις — Επίθετο που είχε δοθεί στην Ωραία Ελένη μετά τον θάνατό της, επειδή, κατά μία ροδιακή παράδοση, κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Σύμφωνα με τον μύθο, μετά τον θάνατο του Μενέλαου, οι νόθοι γιοι του Μεγαπένθης και Νικόστρατος εκδίωξαν την Ελένη, που… …   Dictionary of Greek

  • δενδρῖτις — δενδρίτης of a tree fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δενδρῖτιν — Δενδρῖτις of a tree fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρίτης — I (Ανατ.). Ονομασία των βραχέων απολήξεων των νευρώνων (νευρικών κυττάρων). Οι δ. μεταδίδουν μόνο τα ερεθίσματα που εκπέμπονται από άλλα νευρικά κύτταρα και κατευθύνονται προς το νευρικό κέντρο. II (Ορυκτ.). Κρυσταλλική μορφή ορυκτού, με μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • ЕЛЕНА —    • Helēna,          Έλένη,        1. дочь Зевса (Ноm. Il. 3, 426) и Леды, жены лакедомонского царя Тиндарея или же дочь Леды и Тиндарея (Hdt. 2, 112), сестра Кастора и Полидевка, Клитемнестры, Тимандры и Филонои, прелестнейшая женщина своего… …   Реальный словарь классических древностей

  • Δενδριτίδων — Δενδρῑτίδων , Δενδρῖτις of a tree fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δενδρίτιδα — Δενδρί̱τιδα , Δενδρῖτις of a tree fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δενδρίτιδας — Δενδρί̱τιδας , Δενδρῖτις of a tree fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δενδρίτιδες — Δενδρί̱τιδες , Δενδρῖτις of a tree fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δενδρίτιδος — Δενδρί̱τιδος , Δενδρῖτις of a tree fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”