- δενδρώεις
δενδρώεις, = δενδρήεις, κῆπος Nonn. D. 18, 127.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρώεις, = δενδρήεις, κῆπος Nonn. D. 18, 127.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρώεις — δενδρώεις, εσσα, εν (Α) ο δενδρήεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) ώεις. Το –ω τού επιθήματος οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. κητώεις)] … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek