- δενδρίον
δενδρίον, τό, dim. von δένδρον, Ath. XIV, 649 f, Theocr. 29, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρίον, τό, dim. von δένδρον, Ath. XIV, 649 f, Theocr. 29, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδρίον — το βλ. δεντρί … Dictionary of Greek
δενδρία — δενδρίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδρίῳ — δενδρίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεντρί — το (AM δενδρίον) μικρό δένδρο νεοελλ. παροιμ. «όντας γεράσει το δεντρί, ξεράδια δεν τού λείπουν» ο ηλικιωμένος άνθρωπος έχει πάντοτε ενοχλήσεις στην υγεία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δενδρίον, από τον οποίο προέρχεται ο νεοελλ. τ. δεντρί, είναι… … Dictionary of Greek
CONNARUS Alexandrina — alias Lotos Libyca vel Cyrenaica, apud Alexandrinos, in secundis mensis plurimum olim commendabatur: cuius Historia apud Athenaeum, Agathoclis Cyziceni verbis depingitur, ubi ille inter alia δενδρίον vocat, haudque inferiorem ulmô et piceâ,… … Hofmann J. Lexicon universale
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
χαλάδριον — και χαλάτριον και χαράδριον και χελάδριον, τὸ, ΜΑ στρώμα, στρωσίδι από ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαλάδριον ανάγεται στο θ. χαλα τού χαλῶ, άω «χαλαρώνω» (πρβλ. αόρ. χαλά σαι) και εμφανίζει επίθημα δριον, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε δρος / δρον… … Dictionary of Greek
δενδρίων — δένδρον tree neut gen pl (doric) δενδρίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)