- δενδρο-μαλάχη
δενδρο-μαλάχη, ἡ, hochschießende Malve, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρο-μαλάχη, ἡ, hochschießende Malve, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υποδενδρούμαι — όομαι, Α γίνομαι ψηλός σαν δένδρο («μαλάχη εἰς ὕψος ἀναγομένη καὶ ὑποδενδρουμένη», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δενδρῶ (< δένδρον)] … Dictionary of Greek