- παρα-τροπέω
παρα-τροπέω, = παρατρέπω; οἶσϑα γέρων, τί με ταῦτα παρατροπέων ἐρεείνεις; Od. 4, 465, von dem Rechten abwendend, täuschend, Hesych. erkl. παραλογιζόμενος. Bei Ap. Rh. 3, 946, λίσσεό μιν πυκινοῖσι παρατροπέων ἐπέεσσιν, = abwendend, wie παραπείϑων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.