- δενδρο-φόρος
δενδρο-φόρος, 1) Bäume, Zweige tragend, Sp. – 2) Bäume hervorbringend, Ath. XIV, 621 b; superl. Plut. Sull. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρο-φόρος, 1) Bäume, Zweige tragend, Sp. – 2) Bäume hervorbringend, Ath. XIV, 621 b; superl. Plut. Sull. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυφόρος — ον, ΜΑ (για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος αρχ. 1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού 2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις… … Dictionary of Greek
στροβιλοφόρος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) (για δένδρο) αυτός που φέρει ή παράγει κώνους, κουκουνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος «κώνος, κουνουνάρι» + φόρος*] … Dictionary of Greek
τελεσφόρος — I Μυθικός δαίμονας του κύκλου του Ασκληπιού. Bωμός αφιερωμένος σε αυτόν υπήρχε στην Πέργαμο και ένα άγαλμά του στον ιερό περίβολο του Ασκληπιού, μέσα στον ναό της Υγείας. Παριστανόταν με τη μορφή μικρού παιδιού, με ρούχα που κάλυπταν όλο του το… … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκαφόρος — και τρισκαιδεκαφόρος, ον, Α (για δένδρο) αυτός που καρποφορεί δεκατρείς φορές τον χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + φόρος*] … Dictionary of Greek