- δενδρο-τομία
δενδρο-τομία, ἡ, das Fällen der Bäume, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρο-τομία, ἡ, das Fällen der Bäume, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυροτομία — ἡ, Α ο θερισμός τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + τομία (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο τομία, λιθο τομία] … Dictionary of Greek