- δενδρύφιον
δενδρύφιον, τό, dim. von δένδρον, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρύφιον, τό, dim. von δένδρον, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρύφιον — δενδρύφιον, το (Α) 1. μικρό δένδρο 2. παιχνίδι (αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς) με μορφή δένδρου 3. μεγάλο θαλάσσιο φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του τ. δένδρον* με άγνωστου σχηματισμού υποκοριστική κατάληξη ύφιον … Dictionary of Greek
δενδρύφιον — toy tree neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδρυφίων — δενδρύφιον toy tree neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδρύφια — δενδρύφιον toy tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδρύφι' — δενδρύφια , δενδρύφιον toy tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- — deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū English meaning: tree Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche” Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… … Proto-Indo-European etymological dictionary