- δια-γνώμων
δια-γνώμων, ον, unterscheidend, ὁσίων Antiph . III γ 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-γνώμων, ον, unterscheidend, ὁσίων Antiph . III γ 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εισβολή — Νομικός όρος που χρησιμοποιείται και ως όρος του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών. Στο ποινικό δίκαιο η λέξη ε. έχει πολλές ειδικές έννοιες. Γενικότερα σημαίνει την είσοδο σε χώρους, ιδιαίτερα όταν είναι προφυλαγμένοι με οποιονδήποτε… … Dictionary of Greek
συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… … Dictionary of Greek