- δια-κάθ-ημαι
δια-κάθ-ημαι (s. ἧμαι), sich niedersetzen, Plut. Cic. 47, ἐπὶ τῆς ϑυρίδος, Ios., vom Heere.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-κάθ-ημαι (s. ἧμαι), sich niedersetzen, Plut. Cic. 47, ἐπὶ τῆς ϑυρίδος, Ios., vom Heere.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek