- δια-κάρδιος
δια-κάρδιος, durchs Herz gehend, ὀδύνη Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-κάρδιος, durchs Herz gehend, ὀδύνη Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διακάρδιος — διακάρδιος, ον (Α) φρ. «διακάρδιος ὀδύνη» πόνος που διαπερνάει την καρδιά, που σφάζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανοκάρδιος, σπαραξικάρδιος)] … Dictionary of Greek