- παρα-τρύζω
παρα-τρύζω (s. τρύζω), daneben, dabei zwitschern, VLL., die παραφωνέω erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-τρύζω (s. τρύζω), daneben, dabei zwitschern, VLL., die παραφωνέω erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek