- δια-κλήρωσις
δια-κλήρωσις, ἡ, die Verloosung, Sp.; Wahl durchs Loos, App. B. C. 1, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-κλήρωσις, ἡ, die Verloosung, Sp.; Wahl durchs Loos, App. B. C. 1, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακλήρωσις — ἀνακλήρωσις ( εως), η (Μ) η εκ νέου κλήρωση, η εκ νέου διανομή διά κλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κλήρωσις] … Dictionary of Greek