- δια-κολακεύω
δια-κολακεύω, schmeicheln; med., um die Wette schmeicheln, πρὸς τὸν πλοῦτον Isocr. 12, 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-κολακεύω, schmeicheln; med., um die Wette schmeicheln, πρὸς τὸν πλοῦτον Isocr. 12, 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρχομαι — ΜΑ 1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.) 2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.) 3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.) 4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α.… … Dictionary of Greek