- δια-κουφίζω
δια-κουφίζω, erleichtern; – von Krankheiten, nachlassen, gelindert werden, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-κουφίζω, erleichtern; – von Krankheiten, nachlassen, gelindert werden, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διεκουφίσθη — διά κουφίζω to be light aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκούφιζεν — διά κουφίζω to be light imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκούφισεν — διά κουφίζω to be light aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιακουφίζων — σύν , διά κουφίζω to be light pres part act masc nom sg σύν διακουφίζω become lighter for an interval pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ … Dictionary of Greek