- δια-κορέω
δια-κορέω, dasselbe, Luc. D. mar. 13, 1; διεκόρη. σας τὴν παῖδα Ael. H. N. 11, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-κορέω, dasselbe, Luc. D. mar. 13, 1; διεκόρη. σας τὴν παῖδα Ael. H. N. 11, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διακεκορῆσθαι — διά κορέννυμι satiate perf inf mp διά κορέω satiate perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκορήθησαν — διά κορέω satiate aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκορήσατο — διά κορέω satiate aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκόρησας — διά κορέω satiate aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκόρησε — διά κορέω satiate aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκόρησεν — διά κορέω satiate aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)