- δια-κορεύω
δια-κορεύω, entjungfern, τινά, Ar. Th. 480; Poll. 3, 42 führt aus Ar. διακορῆσαι an; – Luc. D. Mer. 11, 2 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-κορεύω, entjungfern, τινά, Ar. Th. 480; Poll. 3, 42 führt aus Ar. διακορῆσαι an; – Luc. D. Mer. 11, 2 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διακορεύω — (Α διακορεύω και διακορέω) σπάζω τον παρθενικό υμένα κόρης με συνουσία ή με άλλον τρόπο, ξεπαρθενεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + *κορεύω < κόρη] … Dictionary of Greek