δια-καθ-έζομαι

δια-καθ-έζομαι

δια-καθ-έζομαι (s. ἕζομαι), sich auseinander, jeder auf seinen Platz setzen, dasitzen; ὡς ἀνεμίχϑημεν διακαϑεζόμενοι Plut. def. orac. 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”