δι-αγανάκτησις

δι-αγανάκτησις

δι-αγανάκτησις, , heftiger Unwille, Plut. Mar. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀγανάκτησις — physical pain and irritation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανακτήσει — ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀγανακτήσεϊ , ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem dat sg (epic) ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem dat sg (attic ionic) ἀγανακτέω feel a violent… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανακτήσεις — ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem nom/voc pl (attic epic) ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem nom/acc pl (attic) ἀγανακτέω feel a violent irritation aor subj act 2nd sg (epic) ἀγανακτέω feel a violent irritation fut ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανακτήσεσι — ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανακτήσεσιν — ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανάκτησιν — ἀγανάκτησις physical pain and irritation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • стужание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. μέμψις, ἀκηδία, θλίψις) докука;… …   Словарь церковнославянского языка

  • αγανάκτηση — (Νομ.).Σε αδικήματα απλής σωματικής βλάβης ή εξύβρισης, ο δράστης μπορεί να απαλλαγεί, αν αποδειχτεί ότι παρασύρθηκε στην πράξη του από δικαιολογημένη α. για κάποια εναντίον του ενέργεια του θύματος, ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση. * * * και… …   Dictionary of Greek

  • αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… …   Dictionary of Greek

  • κνήσις — κνῆσις, ἡ (Α) [κνω] 1. το ξύσιμο («κνῆσις κροτάφων καὶ ὤτων», Αρετ.) 2. κνησμός, φαγούρα («τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται, ὅταν ἄρτι φυῶσι, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα» η ενόχληση γύρω από τα δόντια κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0696 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c գ. ἑπιτίμησις increpatio, correptio, objurgatio, supplicium σφοδρότης acrimonia ἁγανάκτησις indignatio ἑπιταγή mandatum եւն. Բան սաստիկ՝ խիստ եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”