δια-κείρω

δια-κείρω

δια-κείρω (s. κείρω), durchschneiden, zerschneiden; Homer Iliad. 8, 8 μήτε τις οὖν ϑήλεια ϑεὸς τό γε μήτε τις ἄρσην πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος, ἀλλ' ἅμα πάντες αἰνεῖτε, meinem Befehle zu widersprechen, sich zu widersetzen, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 16 διακέρσαι· διακόψαι; – τὰ σκευάρια διακεκαρμένος Ar. Vesp. 1313, gleichsam aus der Kleidung herausgeschält, der alles verloren oder verkauft hat. Bei Plat. Tim. 83 e f. L. für διακρινομένης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Akeirokomhs — Ἀκειροκόμης, ου, ein Beynamen des Apollo, welcher von dem α privat. κείρω, tondeo, und κόμη, coma, so viel heißt, als einer, der die Haare nicht abscheeren läßt, und, da die Haare an dem Apollo und der Sonne nichts anders sind, als deren Stralen …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”