δια-γιγνώσκω

δια-γιγνώσκω

δια-γιγνώσκω (s. γιγνώσκω), 1) unterscheiden, Il. 7, 424; εὖ δ., genau erkennen, 23, 240. 470; τῷ δὲ ἄν τις διαγνοίη εἰ ὁμοῖοί εἰσι Her. 1, 134; vgl. Ar. Pl. 90, οἱ δέ μ' ἐποίησαν τυφλόν, ἵνα μὴ διαγιγνώσκοιμι τούτων μηδένα; u. Equ. 517; ὁ διαγιγνώσκων ἐν τούτοις τὸν καλόν τε καὶ αἰσχρὸν ἔρωτα Plat. Conv. 186 c; Rep. X, 618 c, u. öfter, wie Folgde. – 2) entscheiden, von Gerichten, Dem. 23, 28; τὸ πρᾶγμα Aesch. 1, 63; von Beschlüssen, c. inf., Her. 6, 138; διέγνωστο, es war beschlossen, Thuc. 1, 118; κρίσις διεγνωσμένη, ausgesprochenes Urtheil, 3, 53; περί τινος, Andoc. 1, 5; Lys. 3, 2; ὑπέρ τινος, Pol. 22, 7, 5; sequ. ὅτι, Plat. Prot. 813 b u. Sp. – 3) genau prüfen, Plat. Legg. II, 668 c u. Sp. – 4) durchlesen, Pol. 3, 32, 2; Ael. V. H. 14, 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευδιάγνωστος — η, ο (ΑΜ εὐδιάγνωστος, ον) 1. αυτός ο οποίος αναγνωρίζεται εύκολα 2. (για νόσο) εκείνη τής οποίας είναι εύκολη η διάγνωση 3. πολύ γνωστός, πασίγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια γνωστός (< δια γιγνώσκω)] …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”