δια-ζεύγνῡμι

δια-ζεύγνῡμι

δια-ζεύγνῡμι (s. ζεύγνυμι), auseinander spannen, trennen, τί τινος, z. B. ἀδελφοὶ διαζυγέντες ἐμοῦ, Aesch. 2, 179; Sp.; διεζεῦχϑαι ἀπὸ τῶν ἄλλων Xen. An. 4, 2, 10. – Med., von der Ehe, διαζεύγνυσϑαι, sich scheiden, Plat. Legg. VI, 784 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναζεύγνυμι — ἀναζεύγνυμι και νύω (ΑΜ) μσν. (για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου αρχ. 1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ 2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω 3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο 4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά… …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • μεσόζευγμα — το (Α μεσόζευγμα) νεοελλ. ξύλινο ή μεταλλικό κομμάτι το οποίο συνδέει δύο μεγαλύτερα, διασταυρούμενο με αυτά, για να τά συγκρατεί σταθερά στη θέση τους, κν. τραβέρσα αρχ. λέξη η οποία ανήκει εξίσου στην προηγούμενη και στην επόμενη πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • μεσόζευξις — μεσόζευξις, εως, ἡ (Α) σχήμα λόγου, το μεσόζευγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ζεῦξις (< ζεύγνυμι), πρβλ. διά ζευξις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”